θεοτικό

θεοτικό
το
1. αυτό που προέρχεται από το Θεό, βαρύ πλήγμα της μοίρας.
2. στον πληθ., θεοτικά τα σχετικά με τη θρησκεία: Όλη την ώρα ασχολείται με τα θεοτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεοτικός — ή και ιά, ό [θεότητα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό, που προέρχεται από αυτόν («θεοτικιά φωνή») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοτικό δυστύχημα που προέρχεται από τον θεό 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιληπτική σημασία) τα θεοτικά εικόνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”