- θεοτικό
- το1. αυτό που προέρχεται από το Θεό, βαρύ πλήγμα της μοίρας.2. στον πληθ., θεοτικά τα σχετικά με τη θρησκεία: Όλη την ώρα ασχολείται με τα θεοτικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.